- ηλεκτροκίνηση
- ητεχνολ.1. η χρησιμοποίηση ηλεκτρικής, αντί άλλης μορφής, ενέργειας σε γεωργικές, βιομηχανικές ή οικιακές εφαρμογές2. ο εξοπλισμός σιδηροδρομικής ή τροχιοδρομικής γραμμής ή δικτύου με τις απαιτούμενες για ηλεκτρική έλξη εγκαταστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrification < electrify «ηλεκτρίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.